- ανισονομία
- ητο αντίθετο της ισονομίας, δηλ. η άδικη απονομή προνομίων ή επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ισονομία. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.